"Στην Αμερική"
Στίχοι - Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τραγούδι: Σωκράτης Μάλαμας
Στίχοι - Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Τραγούδι: Σωκράτης Μάλαμας
Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Τους βλέπω μπρος τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν,
παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! Τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του,
καθώς κοιτάζει αντίθετα προς τη γενέτειρά του.
Του φέρνει ο άνεμος στ’αυτιά τραγούδια αγαπημένα,
τα παιξε στην κιθάρα του, τα δωσε και σε μένα.
Α! απ’ την Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι,
θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι.
Άλλοι θάχουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
και άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δε θα σβήσουν.
Α! στην Αμερική Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει.
Τους βλέπω μες τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
The place where I grew up nurses a secret grievance:
that the sea did not consent to wash its soil.
But for all that, I know that the ocean's black wave
takes you right into the deep, or all the way to China,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
The place where I grew up nurses a secret grievance:
that the sea did not consent to wash its soil.
But for all that, I know that the ocean's black wave
takes you right into the deep, or all the way to China,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
I watch them inside my eyes, on the old ship,
clinging to the deck like barnacles, all the emigrants:
mute women, unspeaking, saving their strength,
little children who do not realize what road they are walking.
A! Those were heavy cargoes, in the old days, leaving for America.
The curly hair of Katsaros flies in the wind
as he looks backwards to the place of his birth.
The wind brings to his ears beloved songs
that he used to play on his guitar, it has brought them to me too,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
And as the ragged ship unloads in the harbour,
the foreign policemen will stack them in rows.
Some will find their way and thrive,
and others will never quench their thirst until they die.
A! In America... Greece, like a wild weed, you took root there too.
I watch them inside my eyes, on the old ship,
clinging to the deck like barnacles, all the emigrants...
https://www.youtube.com/watch?v=a8uxqzokc0w&feature=youtu.be
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Τους βλέπω μπρος τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν,
παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! Τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του,
καθώς κοιτάζει αντίθετα προς τη γενέτειρά του.
Του φέρνει ο άνεμος στ’αυτιά τραγούδια αγαπημένα,
τα παιξε στην κιθάρα του, τα δωσε και σε μένα.
Α! απ’ την Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι,
θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι.
Άλλοι θάχουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
και άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δε θα σβήσουν.
Α! στην Αμερική Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει.
Τους βλέπω μες τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
The place where I grew up nurses a secret grievance:
that the sea did not consent to wash its soil.
But for all that, I know that the ocean's black wave
takes you right into the deep, or all the way to China,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
The place where I grew up nurses a secret grievance:
that the sea did not consent to wash its soil.
But for all that, I know that the ocean's black wave
takes you right into the deep, or all the way to China,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
I watch them inside my eyes, on the old ship,
clinging to the deck like barnacles, all the emigrants:
mute women, unspeaking, saving their strength,
little children who do not realize what road they are walking.
A! Those were heavy cargoes, in the old days, leaving for America.
The curly hair of Katsaros flies in the wind
as he looks backwards to the place of his birth.
The wind brings to his ears beloved songs
that he used to play on his guitar, it has brought them to me too,
A! and to America, together with Marika, Dousia and Kostis.
And as the ragged ship unloads in the harbour,
the foreign policemen will stack them in rows.
Some will find their way and thrive,
and others will never quench their thirst until they die.
A! In America... Greece, like a wild weed, you took root there too.
I watch them inside my eyes, on the old ship,
clinging to the deck like barnacles, all the emigrants...
https://www.youtube.com/watch?v=a8uxqzokc0w&feature=youtu.be
"Τι με κοιτά"
Στίχοι - Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
Τι με κοιτάς;
Δε με γνωρίζεις;
Είμαι εγώ που τη ζωή μου την ορίζεις
Εγώ που πέθανα στα καταφύγια
Που βρήκα θάνατο μια μέρα ακαριαίο
Που ένιωσα πείνα στη ζωή μου την επίγεια
Εγώ που πνίγηκα μια νύχτα στο αιγαίο
Τι με κοιτάς; Μ’ αυτά τα μάτια
Είμαι εγώ που σου γκρεμίζω τα παλάτια
Εγώ που θα `ρχομαι στον ύπνο σου τα βράδια
Να σου ζητάω αγκαλιές και τρυφερότητα
Που όσο ζούσα δεν τα χάρηκα τα χάδια
Μα έγινα πρώτο θέμα στην επικαιρότητα
Τι με κοιτάς; Τι με λυπάσαι;
Είμαι εκείνο που δε θέλεις να θυμάσαι
Ήμουν στη Σμύρνη όταν πηδάγανε στα πλοία
σε ένα υπόγειο στο Ιράκ όταν γκρεμίστηκε
τριών χρονών με βομβαρδίσαν στη Συρία
στο Βελιγράδι έγινα στάχτη που σκορπίστηκε
Μη με κοιτάς ζητώ συγγνώμη
Δε μου ζητήσαν ούτε μια φορά τη γνώμη
Δε με ρωτήσανε να γεννηθώ αν θέλω
Ούτε αν θέλω να με δείξουν στις ειδήσεις
Απ’ την ανατολή έτυχε να ανατέλλω
Και έτσι να δύσω σε κάποια γωνιά της δύσης
Δε με γνωρίζεις;
Είμαι εγώ που τη ζωή μου την ορίζεις
Εγώ που πέθανα στα καταφύγια
Που βρήκα θάνατο μια μέρα ακαριαίο
Που ένιωσα πείνα στη ζωή μου την επίγεια
Εγώ που πνίγηκα μια νύχτα στο αιγαίο
Τι με κοιτάς; Μ’ αυτά τα μάτια
Είμαι εγώ που σου γκρεμίζω τα παλάτια
Εγώ που θα `ρχομαι στον ύπνο σου τα βράδια
Να σου ζητάω αγκαλιές και τρυφερότητα
Που όσο ζούσα δεν τα χάρηκα τα χάδια
Μα έγινα πρώτο θέμα στην επικαιρότητα
Τι με κοιτάς; Τι με λυπάσαι;
Είμαι εκείνο που δε θέλεις να θυμάσαι
Ήμουν στη Σμύρνη όταν πηδάγανε στα πλοία
σε ένα υπόγειο στο Ιράκ όταν γκρεμίστηκε
τριών χρονών με βομβαρδίσαν στη Συρία
στο Βελιγράδι έγινα στάχτη που σκορπίστηκε
Μη με κοιτάς ζητώ συγγνώμη
Δε μου ζητήσαν ούτε μια φορά τη γνώμη
Δε με ρωτήσανε να γεννηθώ αν θέλω
Ούτε αν θέλω να με δείξουν στις ειδήσεις
Απ’ την ανατολή έτυχε να ανατέλλω
Και έτσι να δύσω σε κάποια γωνιά της δύσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου